κατασκόπων — κατάσκοπος one who reconnoitres masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυπτός — ή, ό (AM κρυπτός, ή, όν) [κρύπτω] 1. αυτός που μένει αφανής, κρυμμένος, κρυφός, μυστικός (α. «ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον» β. ἐπεποίητο γὰρ οἱ κρυπτὴ διῶρυξ ἐκ τῆς ἀκροπόλιος φέρουσα ἐπὶ θάλασσαν», Ηρόδ.) 2. φρ. «ἐν κρυπτῷ καὶ παραβύστῳ» εντελώς… … Dictionary of Greek
προκατοπτεύω — Α 1. παρατηρώ, παρακολουθώ εκ τών προτέρων («πόρρωθεν τὰ τῆς διώξεως προκατοπτεύσαντα», Ηλιόδ.) 2. παρακολουθώ μέσω κατασκόπων («τοὺς Πέρσας προκατοπτεύσας», Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατοπτεύω «παρακολουθώ, κατασκοπεύω»] … Dictionary of Greek
Κέιν, Μάικλ — (Michael Caine, Αγγλία 1933 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Βρετανού ηθοποιού Μορίς Τζόζεφ Μαϊκλγουάιτ (Maurice Joseph Micklewhite). Ο Κ. άλλαξε το επίθετό του όταν είδε το κλασικό φιλμ Ανταρσία του Κέιν, το 1954. Ταλαντούχος, με χαρακτηριστική… … Dictionary of Greek
Λάνκαστερ, Μπαρτ — (Burt Lancaster, Νέα Υόρκη 1913 – Λος Άντζελες 1994). Αμερικανός ηθοποιός και παραγωγός του κινηματογράφου. Πρωταγωνιστής των χρυσών δεκαετιών του Χόλιγουντ –κυρίως 1940 και 1950– ο Λ. κατάφερε να συνδέσει το όνομά του με ορισμένες από τις πιο… … Dictionary of Greek
Τελέριγος — Ηγεμόνας της Βουλγαρίας (771 777). Αποφάσισε να εξαφανίσει το φιλικό προς τους Βυζαντινούς κόμμα της Βουλγαρίας, στο οποίο απέδιδε κατά μεγάλο μέρος τις επιτυχίες του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Κοπρώνυμου, και για τον σκοπό αυτό κατόρθωσε να… … Dictionary of Greek