κατασκοπῶν

κατασκοπῶν
κατασκοπέω
view closely
pres part act masc nom sg (attic epic doric)
κατασκοπέω
view closely
pres part act masc nom sg (attic epic doric)
κατασκοπή
viewing closely
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατασκόπων — κατάσκοπος one who reconnoitres masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυπτός — ή, ό (AM κρυπτός, ή, όν) [κρύπτω] 1. αυτός που μένει αφανής, κρυμμένος, κρυφός, μυστικός (α. «ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον» β. ἐπεποίητο γὰρ οἱ κρυπτὴ διῶρυξ ἐκ τῆς ἀκροπόλιος φέρουσα ἐπὶ θάλασσαν», Ηρόδ.) 2. φρ. «ἐν κρυπτῷ καὶ παραβύστῳ» εντελώς… …   Dictionary of Greek

  • προκατοπτεύω — Α 1. παρατηρώ, παρακολουθώ εκ τών προτέρων («πόρρωθεν τὰ τῆς διώξεως προκατοπτεύσαντα», Ηλιόδ.) 2. παρακολουθώ μέσω κατασκόπων («τοὺς Πέρσας προκατοπτεύσας», Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατοπτεύω «παρακολουθώ, κατασκοπεύω»] …   Dictionary of Greek

  • Κέιν, Μάικλ — (Michael Caine, Αγγλία 1933 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Βρετανού ηθοποιού Μορίς Τζόζεφ Μαϊκλγουάιτ (Maurice Joseph Micklewhite). Ο Κ. άλλαξε το επίθετό του όταν είδε το κλασικό φιλμ Ανταρσία του Κέιν, το 1954. Ταλαντούχος, με χαρακτηριστική… …   Dictionary of Greek

  • Λάνκαστερ, Μπαρτ — (Burt Lancaster, Νέα Υόρκη 1913 – Λος Άντζελες 1994). Αμερικανός ηθοποιός και παραγωγός του κινηματογράφου. Πρωταγωνιστής των χρυσών δεκαετιών του Χόλιγουντ –κυρίως 1940 και 1950– ο Λ. κατάφερε να συνδέσει το όνομά του με ορισμένες από τις πιο… …   Dictionary of Greek

  • Τελέριγος — Ηγεμόνας της Βουλγαρίας (771 777). Αποφάσισε να εξαφανίσει το φιλικό προς τους Βυζαντινούς κόμμα της Βουλγαρίας, στο οποίο απέδιδε κατά μεγάλο μέρος τις επιτυχίες του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Κοπρώνυμου, και για τον σκοπό αυτό κατόρθωσε να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”